- τενοντοκοπώ
- -έω, Ααποκεφαλίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, -οντος + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. σφυρο-κοπῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τενοντώ — όω, Α [τένων, οντος] κόβω τους τένοντες, τενοντοκοπῶ* … Dictionary of Greek